- ειδησεογραφικός
- η , ό[ν] информационный;
ειδησεογραφικό πρακτορείο — информационное агентство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειδησεογραφικό πρακτορείο — информационное агентство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειδησεογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ειδησεογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ειδησεογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)